-
1 дальний
дальний μακρινός, μακρύς·\дальний путь о μακρύς δρόμος, το μακρινό ταξίδι ◇ \дальний родственник ο μακρινός συγγενής* * *μακρινός, μακρύςда́льний путь — ο μακρύς δρόμος, το μακρινό ταξίδι
••да́льний ро́дственник — ο μακρινός συγγενής
-
2 долгий
долгий μακρύς, μακρός; μακροχρόνιος, μακροπρόθεσ μος (долгосрочный)' прошло \долгийое время πολύς καιρός πέ ρασε· \долгий путь о μακρύς δρόμος, η μάκρη πορεία* * *μακρύς, μακρός; μακροχρόνιος, μακροπρόθεσμος ( долгосрочный)прошло́ до́лгийое вре́мя — πολύς καιρός πέρασε
до́лгий путь — ο μακρύς δρόμος, η μακρή πορεία
-
3 длинный
1) μακρύς, μακρόςдли́нный путь — η μακρή πορεία
2) спорт.бег на дли́нные диста́нции — ο δρόμος αντοχής
-
4 долгий
επ., βρ: долог, долга, долго; дольше κ. долее.1. μακρός, μακρύς, παρατεταμένος• μακρόχρονος•долгий путь μακρινός δρόμος•
-взгляд παρατεταμένη ματιά•
-ие аплодисменты παρατεταμένα χειροκροτήματα•
-ая разлука μακρόχρονος χωρισμός.
2. (γλωσ.) μακρόχρονος•долгий гласный μακρόχρονο φωνήεντο•
долгий слог μακρόχρονη συλλαβή.
εκφρ.- ие годы – πολλά χρόνια, επί μακρόν (χρονικόν διάστημα)•- ая песня – μακριά ανιαρή ιστορία•на -их – (μεσημ, ουσ.) παλ. ταξιδεύω μακριά με τα ίδια άλογα (χωρίς αντικατάσταση αυτών)•отложить на -ящик – βάζω στο χρονοντούλαπο. -
5 дольше
συγκρ. β. του επ. долгий κ. του επίρ. долго μακρύτερος, πιο μακρύς• περισσότερος, πλέον περισσότερο χρόνο, πιο ; μακριά, μακρύτερα•этот путь дольше того αυτός ο δρόμος είναι μακρύτερος από εκείνον•
я вас в этом доме живу α' αυτό το σπίτι εγώ ζω περισσότερο καιρό από σας.
См. также в других словарях:
μακροπορία — η (Α μακροπορία) [μακρόπορος] μεγάλη πορεία, μακρύς δρόμος, μακρινό ταξίδι («ἔχει μακροπορίαν ὁ παρὰ γῆν πλοῡς», Στράβ.) … Dictionary of Greek
πολυοδία — ἡ, ΜΑ 1. μακρύς δρόμος, μακρινή οδοιπορία 2. ύπαρξη πολλών δρόμων, λαβύρινθος («ταῖς πολυοδίαις τοῡ βίου τούτου ἐναμηχανοῦντες», Γρηγ. Νύσσ.) 3. (για εσφαλμένα επιχειρήματα) κυκεώνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ὁδός + κατάλ. ία (πρβλ. παρ οδ ία)] … Dictionary of Greek
Μαντέλα, Νέλσον — (Nelson Rolihlahla Mandela, Τράνσκεϊ Νοτιοαφρικανικής Ένωσης 1918 –). Νοτιοαφρικανός πολιτικός. Μετά τον θάνατο του πατέρα του, ο οποίος ήταν στενός σύμβουλος του αρχηγού της φυλής των Τεμπού, ο τελευταίος τον υιοθέτησε και τον προετοίμαζε για… … Dictionary of Greek
Φορντ, Τζον — (Ford, Κέιπ Ελίζαμπεθ 1895 – Καλιφόρνια 1973). Ψευδώνυμο του Sean Aloysius Feeney. Αμερικανός σκηνοθέτης του κινηματογράφου. Άρχισε την κινηματογραφική του σταδιοδρομία το 1914, όταν πήγε στο Χόλιγουντ για να συναντήσει εκεί τον μεγαλύτερο αδελφό … Dictionary of Greek
Αλγερία — I (Αστρον.).Αστεροειδής που το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,5. II Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Constantine P. Cavafy — Constantine Cavafy c.1900 Born April 29, 1863(1863 04 29) Alexandria, Egypt Province, Ottoman Empire Died April 29, 1933(1933 04 29) … Wikipedia
τείνω — ΝΜΑ 1. τεντώνω (α. «τείνω το τόξο» β. «ὅρα μὴ κατὰ τὴν παροιμίαν ἀπορρήξωμεν πάνυ τείνουσαι τὸ καλώδιον», λουκιαν.) 2. φέρω προς τα εμπρός, προτείνω, προβάλλω (α. «τείνω την κεφαλή» β. «τείνω την χείρα» γ. «ἀσπίδα τείνας», Ανθ. Παλ. δ. «χεῑρας… … Dictionary of Greek
ιππόδρομος — Το συγκρότημα των εγκαταστάσεων που προορίζονται για τις ιπποδρομίες, για τους αγώνες καλπασμού ή τροχασμού και περιλαμβάνει έναν ή περισσότερους στίβους, χώρο για το κοινό που διαιρείται σε θέσεις, γραφεία για τους κριτές και το προσωπικό,… … Dictionary of Greek
ιπποδρόμος — Το συγκρότημα των εγκαταστάσεων που προορίζονται για τις ιπποδρομίες, για τους αγώνες καλπασμού ή τροχασμού και περιλαμβάνει έναν ή περισσότερους στίβους, χώρο για το κοινό που διαιρείται σε θέσεις, γραφεία για τους κριτές και το προσωπικό,… … Dictionary of Greek
Παραγουάη — Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει με τη Βολιβία στα Β, με τη Bραζιλία στα ΒΑ και στα Α, και με την Aργεντινή στα Ν και στα ΝΔ.Tο έδαφος της Παραγουάης δεν έχει γεωγραφική ενότητα και τα τεχνητά όριά του μπορούν να εξηγήσουν την ταραχώδη… … Dictionary of Greek
πάτος — (I) ὁ, ΝΜΑ, και πάτος, τὸ, Μ η ενέργεια τού πατῶ, το πάτημα νεοελλ. 1. το κατώτατο, το πιο χαμηλό μέρος ενός πράγματος, η βάση 2. στον πληθ. οι πάτοι α) οι σόλες, τα καττύματα τών παπουτσιών β) τα εσωτερικά υποστρώματα τών παπουτσιών 3. μτφ. το… … Dictionary of Greek